Μυστικός Δείπνος

Μυστικός Δείπνος
Ο τελευταίος δείπνος του Ιησού Χριστού με τους μαθητές του, την προηγουμένη της σταύρωσής Του, το βράδυ του ιουδαϊκού Πάσχα, δηλαδή τη 14η του μήνα Νισάν, στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, που συμπίπτει με τη Μεγάλη Πέμπτη. Ονομάζεται «μυστικός» γιατί σ’ αυτόν ο Ιησούς τέλεσε το χριστιανικό μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δίνοντας στους μαθητές του ψωμί και κρασί, που συμβόλιζαν το σώμα και το αίμα του. Στη διάρκειά του, προείπε και την προδοσία από έναν μαθητή του. Πριν από το δείπνο, έπλυνε τα πόδια των μαθητών του ως δείγμα ταπεινοφροσύνης. Ο Μ.Δ. έχει εμπνεύσει έργα πολλών μεγάλων καλλιτεχνών. Σπουδή του Λεονάρντο ντα Βίντσι με θέμα τον Μυστικό Δείπνο? αξιοπρόσεκτη είναι η διάταξη των αποστόλων γύρω από το τραπέζι καθώς και η κίνηση των χεριών τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρτολομέο, Φρα — (Fra Bartolomeo, 1472 – 1517). Ιταλός ζωγράφος. Το εργαστήρι του βρισκόταν στη πύλη του Αγίου Πέτρου Γκατολίνι, απ’ όπου πήρε και το όνομα della Porta. Σε ηλικία 31 ετών, ο Μ. έγινε ιεροκήρυκας, τελικά όμως αναδείχτηκε σε έναν από τους… …   Dictionary of Greek

  • αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… …   Dictionary of Greek

  • Απόστολοι — I Στη χριστιανική εκκλησία είναι οι δώδεκα μαθητές του Ιησού Xpιστού, τους οποίους διάλεξε προσωπικά ο ίδιος και στους οποίους έδωσε το τιμητικό όνομα του Αποστόλου (Λουκ. στ’ 12 31). Αρχικά Α. ονομάζονταν οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο αριθμός… …   Dictionary of Greek

  • Βιτάλε ντα Μπολόνια — (Vitale da Bologna, Μπολόνια 1309 – 1361). Ιταλός ζωγράφος. Ονομαζόταν επίσης Βιτάλε ντέλε Μαντόνε ή Βιτάλε ντέλι Έκουι και ταυτίζεται, κατά τη γνώμη μερικών ιστορικών, με τον Βιτάλε ντι Άιμο ντε Καβάλι. Αναφέρεται για πρώτη φορά το 1330, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”